περῶ

περῶ
περάω 1
drive right through
pres imperat mp 2nd sg
περάω 1
drive right through
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
περάω 1
drive right through
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
περάω 1
drive right through
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
περάω 1
drive right through
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
περάω 1
drive right through
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
περάω 2
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
περάω 2
pres imperat mp 2nd sg
περάω 2
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
περάω 2
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
περάω 2
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
περίειμι 1
to be around
pres subj act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • Pero — PERO, us, od. ónis, Gr. Περὼ, οῦς, (⇒ Tab. XXV.) des Neleus und der Chloris Tochter. Apollod. l. I. c. 9. §. 9. Sie war ihrer Schönheit wegen ein Wunder ihrer Zeit, daher sie auch ihr Vater keinem geben wollte, der ihm nicht des Iphiklus Rinder… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • απέρατος — (I) ἀπέρατος, ον [περώ] αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος. (II) ἀπέρατος, ον (Α) [περατώ] ατελείωτος, απέραντος …   Dictionary of Greek

  • ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] …   Dictionary of Greek

  • ημιπερατός — ή, ό φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα διαφράγματα ή στις μεβράνες που διαχωρίζουν δύο διαλύματα πραγματοποιούμενα μέσα στον ίδιο διαλύτη εφόσον τα διαφράγματα ή οι μεμβράνες αυτές επιτρέπουν τη διέλευση του διαλύτη όχι όμως και τών… …   Dictionary of Greek

  • θεοπέρατος — θεοπέρατος, ον (Α) ο σταλμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πέρατος (< περώ), πρβλ. ισο πέρατος, ναυσι πέρατος] …   Dictionary of Greek

  • θερμοπερατός — ή, ό αυτός διά μέσου τού οποίου περνά η θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + περατος < περατός (< περώ «διαπερνώ»), πρβλ. α πέρατος, δυσ πέρατος] …   Dictionary of Greek

  • μπεράτης — και περάτης, ο ξύλινος σύρτης πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. περάτης < περατής < περῶ] …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”